οργανοφυσιολογία

οργανοφυσιολογία
η
η φυσιολογία τών οργάνων τών ζώντων οργανισμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όργανο + φυσιολογία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οργανοφυσιολογικός — ή, ό [οργανοφυσιολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οργανοφυσιολογία …   Dictionary of Greek

  • όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”